- συνάρχων
- σύναρχοςpartner in officemasc/fem/neut gen plσυνάρχωrule jointly withpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατάρχω — Α 1. κυβερνώ από κοινού, συγκυβερνώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκατάρχων (για τον Πατέρα και τον Υιό) συνάρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάρχω «εξουσιάζω, κυβερνώ»] … Dictionary of Greek
συναρτύω — και συναρτύνω Α 1. παρέχω τα απαραίτητα για τον εξοπλισμό κάποιου, εξοπλίζω («ἀσπίσι νῆα συναρτύσαντες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (σχετικά με εδέσματα) καρυκεύω με τον ίδιο τρόπο ή καρυκεύω επιπροσθέτως 3. (κατά τον Ησύχ.) συναρμόζω 4. (στο Άργος και στην … Dictionary of Greek
ԻՇԽԱՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0865 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 12c ա. σύναρχος, συνάρχων, συνηγεμονικός principatus socius, in magistratu collega հոմիշխան. կցորդ կամ ընկեր իշխանի. հաղորդ իշխանութեան ուրուք. *Միտքսիշխանական հոգւոյ եւ մարմնոյ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)